επίσχεση

επίσχεση
η
1. συγκράτηση, παρεμπόδιση, σταμάτημα.
2. (ιατρ.), έλλειψη ή διακοπή φυσιολογικής εκροής: Επίσχεση εμμήνων.
3. (νομ.), η συνέχιση της φυλάκισης οφειλέτη ύστερα από αίτηση του δανειστή και μετά την παύση του λόγου που προκάλεσε την πρώτη φυλάκιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… …   Dictionary of Greek

  • αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… …   Dictionary of Greek

  • επίσχεστρο — το [επίσχεση] κάθε μηχανισμός που χρησιμεύει για επίσχεση τής κινήσεως τών μηχανών, κυρίως που εμποδίζει έναν τροχό να κινηθεί αντίθετα προς την κανονική διεύθυνση τής περιστροφής του, κν. καστανιά, καστανιόλα …   Dictionary of Greek

  • επισχετικός — ή, ό (Α ἐπισχετικός, ή, όν) [επίσχεση] αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.) αρχ. εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη …   Dictionary of Greek

  • επισχετικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επίσχεση (βλ. λ.), που προκαλεί επίσχεση, ο παρεμποδιστικός: Επισχετικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αδιάρροια — ἀδιάρροια, η (Α) [διάρροια] 1. επίσχεση, παύση τής διάρροιας 2. δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

  • γονοκήλη — η επίσχεση τού σπέρματος και διόγκωση τής επιδιδυμίδας και τού σπερματικού τόνου …   Dictionary of Greek

  • επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… …   Dictionary of Greek

  • εφησύχασις — ἐφησύχασις, ἡ (Μ) [εφησυχάζω] επίσχεση, σταμάτημα, αποσιώπηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”